Φέτος, μεγάλο αφιέρωμα στην Ορθοδοξία και τον Θρησκευτικό Τουρισμό
Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος ορίσθηκε συγκεκριμένο θέμα που θα επηρεάσει τη δομή των καλλιτεχνικών και αθλητικών μας δράσεων. Το φετινό θεματικό αφιέρωμα γίνεται στην Ορθοδοξία και τον Θρησκευτικό Τουρισμό σε 12 πόλεις της Ελλάδας.
Η ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Στην Ελλάδα διάταξη για ανεξιθρησκία υπήρχε ήδη από το 1827 στο σύνταγμα της Τροιζήνας. Το σημερινό Σύνταγμα (που ισχύει από το 1975) κατοχυρώνει τη θρησκευτική ελευθερία των πολιτών με το 13ο άρθρο.
Τα βασικά σημεία του άρθρου αυτού είναι: α) η προστασία της ελεύθερης πίστης και λατρείας των πολιτών και β) η απαγόρευση του προσηλυτισμού. Αυτό σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει το απαράγραπτο δικαίωμα να πιστεύει σ ' όποιον θεό θέλει· και, για να μην παραβιαστεί η θρησκευτική ελευθερία του, απαγορεύεται κάθε προσηλυτισμός, δηλαδή κάθε προσπάθεια επιβολής σε κάποιον μιας ορισμένης θρησκευτικής πίστης με ανελεύθερα μέσα (ψυχολογική βία, απειλές, υποσχέσεις, κατάχρηση εμπιστοσύνης, ηθική ή υλική βοήθεια κ.ά.).
Φυσικά, επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία θεωρείται από το Σύνταγμα (άρθρο 3) «επικρατούσα θρησκεία εν Ελλάδι» και γι' αυτό προστατεύεται με ειδικές διατάξεις που απαγορεύουν τον προσηλυτισμό σε βάρος της και επιβάλλουν σεβασμό προς αυτήν και προς τα μέσα που χρησιμοποιεί (μυστήρια, σύμβολα, λειτουργούς, ναούς, τελετές, ιερά βιβλία κ.ά.).
Στη χώρα μας προσηλυτισμό άσκησαν παλιότερα οι καθολικοί (κυρίως κατά τη φραγκοκρατία και την ενετοκρατία), αλλά και σήμερα με την οργάνωση της Ουνίας. Το ίδιο κάνουν οι χιλιαστές και συχνά οι Βουδιστές και οι ινδουϊστές (με τους Κρίσνα και τους Γιόγκι). Πιο φανατικού απ' όλους, όμως, είναι οι χιλιαστές, που περιέρχονται επίμονα τα σπίτια και κάνουν συστηματικό προσηλυτισμό σε βάρος των ορθοδόξων παρά τις απαγορεύσεις του Συντάγματος.
Αντίθετα, η Πολιτεία μας σέβεται όλες τις θρησκευτικές μειονότητες (καθολικούς, διαμαρτυρόμενους, μουσουλμάνους, εβραίους κ.ά.), που μπορούν έτσι να ασκούν ελεύθερα τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, αρκεί να μην προσβάλλουν τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη και να μην κάνουν προσηλυτισμό.
Επίσης, η πολιτεία ακολουθεί τις αργίες και το εορτολόγιο της ορθόδοξης Εκκλησίας και πολιτειακοί παράγοντες εκπροσωπούν την πολιτεία στις εορταστικές και επετειακές της εκδηλώσεις. Αυτή η ιδιαίτερη μεταχείριση δε σημαίνει ότι δεν προστατεύονται και οι άλλες θρησκείες ή ομολογίες, αφού στο άρθρο 13 ορίζεται ότι οι λειτουργοί των γνωστών θρησκειών υφίστανται την ίδια εποπτεία της Πολιτείας με εκείνη που υφίστανται οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας.
---------------------
Ορθοδοξία (από τις λέξεις: «ορθή/δοξασία-πίστη)») είναι η προσήλωση στις ορθές ή αποδεκτές πίστεις, ειδικά στη θρησκεία.
Παρατίθεται παρακάτω το κείμενο όπως αναρτήθηκε στη Βικιπαιδεία σχετικά με την Ορθοδοξία:
Η Ορθόδοξη Εκκλησία ή Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία[1], επισήμως: Ορθόδοξη Καθολική και Αποστολική Εκκλησία[2], από τον 1ο αιώνα χαρακτηρίζεται και ως Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία[3], είναι ένα σύνολο τοπικών εκκλησιών, οργανωμένες ως Πατριαρχεία, αυτοκέφαλες σύνοδοι και αυτόνομες αρχιεπισκοπές, που βρίσκονται σε πλήρη κοινωνία μεταξύ τους, με «πρώτο μεταξύ ίσων» το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, συγκροτώντας έτσι τη μία ενιαία Εκκλησία. διαφορετικές γεωγραφικά και εθνικά, αλλά ενωμένες θεολογικά και λειτουργικά. Όλες αναγνωρίζουν τις αποφάσεις των επτά Οικουμενικών Συνόδων και θεωρούν την Οικουμενική Σύνοδο ως το ανώτατο όργανο για αποφάσεις σε θέματα δόγματος και λατρείας, μοιράζονται πλήρη κοινωνία, καθώς και συγκεκριμένα δόγματα και παραδόσεις. Αξιώνει ως αφετηρία της τον ιδρυτή της Κύριο Ιησού Χριστό και τους Αποστόλους του μέσω της συνεχούς αποστολικής διαδοχής.
Δογματική διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Τα Δόγματα της Αγίας Καθολικής και Αποστολικής (Ορθοδόξου) Εκκλησίας
Η πίστη και λατρεία της Αγίας Τριάδος (Πατρός, Υιού, Αγίου Πνεύματος)
Η θεϊκή φύση του Ιησού Χριστού
Η ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού
Η προσκύνηση των Αγίων Εικόνων
Η Δευτέρα Παρουσία του Ιησού Χριστού
Η Ανάσταση των νεκρών
Όλα τα Δόγματα περιλαμβάνονται στο ''Σύμβολο της πίστεως'' (ή "Πιστεύω").
Ο Τριαδικός Θεός και η σχέση του με την Εκκλησία
Η Φιλοξενία του Αβραάμ αποτελεί την ορθόδοξη απεικόνιση της Αγίας Τριάδας.
Ο Θεός Πατέρας είναι η πηγή της Αγίας Τριάδας. Οι οικουμενικές σύνοδοι κατά τον 4ο αιώνα αποφάσισαν, ότι ο Θεός έχει τρεις υποστάσεις - Πατέρας, Υιός, και Άγιο Πνεύμα – σε μία θεία φύση. Από τον Πατέρα γεννιέται ο Υιός άχρονα, πριν κάθε χρονικό σημείο (Ψαλμ.2,7, Β’Κορ.11,31). Το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται αιώνια από τον Πατέρα (Ιωάν.15,26). Ο Θεός Πατέρας δημιούργησε όλη την κτίση μέσω του Υιού - Λόγου, διά του Αγίου Πνεύματος (Γέν.1 και 2, Ιωαν.1,3, Πράξ.33,4), και οι άνθρωποι καλούνται να τον λατρέψουν (Ιωαν. 4,23). Η ουσία του Θεού δεν μπορεί να συλληφθεί, να καταληφθεί από τον ανθρώπινο νου. Έχοντας ως κύριο χαρακτηριστικό του την αγάπη, απέστειλε τον Υιό του για να σώσει το ανθρώπινο γένος προσφέροντας προς αυτό την αιώνια ζωή (Ιωαν.3,16).
Ορθόδοξη Εσχατολογία και Σωτηριολογία
Η Θεοτόκος αποτελεί το βασικότερο ανθρώπινο πρόσωπο της ορθόδοξης θεολογίας, εμφανίζεται ως η διάμεσος μεταξύ Θεού και ανθρώπου, αιτία αναδημιουργίας του ανθρώπου και ανακαίνισης της κτίσης.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας η παρούσα ζωή είναι ο δρόμος που οδηγεί στην αιωνιότητα: «η αγωνιζομένη Εκκλησία» που μετασχηματίζεται σε «θριαμβέυουσα Εκκλησία.» Η εσχατολογία της Ορθοδοξίας δεν αφαιρεί την αξία της παρούσας ζωής, αλλά η αντίληψη της λαμβάνει μια νέα, ανώτερη αιτιολόγηση.
Η σωτηρία ξεκινά με τη Μετάνοια, το Βάπτισμα και τη λήψη των δωρεών του Αγίου Πνεύματος διά του Χρίσματος.
Πηγές της Ορθόδοξης Χριστιανικής πίστης: Αγία Γραφή και Ιερά Παράδοση
Η διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας προέρχεται από δύο πηγές: την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, μέσω της οποίας ερμηνεύεται η Αγία Γραφή.
Τα Μυστήρια της Εκκλησίας
Κύριο λήμμα: Ιερά Μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Τα Ιερά Μυστήρια, οι αγιαστικές δηλαδή πράξεις, που σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία είναι ορατά σημεία μέσω των οποίων μεταδίδεται η αόρατη χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν έχουν συγκεκριμένο αριθμό. Από αυτά όμως, ως βασικότερα, ξεχωρίζουν επτά, χωρισμένα σε δύο ομάδες, οι οποίες υποδιαιρούνται σε δύο υποομάδες η κάθε μία. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τα υποχρεωτικά Μυστήρια, σε αυτά που ο άνθρωπος οφείλει να συμμετέχει ώστε να νοείται ως μέλος της Εκκλησίας. Τα Μυστήρια χωρίζονται σε επαναλαμβανόμενα και μη επαναλαμβανόμενα.
Υποχρεωτικά:
Μη επαναλαμβανόμενα:
Βάπτισμα
Χρίσμα
Επαναλαμβανόμενα:
Θεία Ευχαριστία
Εξομολόγηση
Προαιρετικά:
Μη επαναλαμβανόμενα:
Ιερωσύνη
Επαναλαμβανόμενα:
Γάμος (έως 3 φορές)
Ευχέλαιο
Ορθόδοξη Λειτουργική
Τα Ιερά Βιβλία
Το Ευαγγέλιο. Περιέχει περικοπές από τα 4 Ευαγγέλια (Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά, Ιωάννου).
Ο Απόστολος. Περιέχει περικοπές από τις Πράξεις και από τις Επιστολές των Αποστόλων.
Το Ωρολόγιο. Περιέχει τις τακτικές ακολουθίες που τελούνται καθημερινά, τα απολυτίκια και κοντάκια όλου του έτους καθώς και άλλες περιστασιακές ακολουθίες.
Τα 12 Μηναία. Περιέχουν τους ύμνους των ακολουθιών του Εσπερινού και του Όρθρου όλων των ακίνητων εορτών.
Το Τριώδιο. Περιέχει τους ύμνους που ψάλλονται από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι το Μεγάλο Σάββατο.
Το Πεντηκοστάριο. Περιέχει τους ύμνους των ακολουθιών του Εσπερινού και του Όρθρου που τελούνται από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Κυριακή των Αγίων Πάντων.
Η Παρακλητική. Περιέχει τους ύμνους των ακολουθιών του Εσπερινού, του Μεσονυκτικού και του Όρθρου, για οκτώ εβδομάδες, μία για κάθε ήχο της Βυζαντινής Μουσικής.
Το Ψαλτήριο. Περιέχει τους 150 ψαλμούς του Δαυίδ και τις 9 ωδές της ακολουθίας του Όρθρου.
Το Ευχολόγιο. Περιέχει περιστασιακές ευχές, δεήσεις και τελετουργικές ακολουθίες.
Το Τυπικό. Περιέχει σαφείς οδηγίες για την τάξη με την οποία πρέπει να γίνονται οι ιερές ακολουθίες.
Τα Ιερά Σκεύη
Κειμήλια Μικρασιατών: Κεντητός Επιτάφιος του 17ου αιώνα, της ελληνικής κοινότητας στην Άγκυρα της Μικράς Ασίας (Μουσείο Μπενάκη).
1. Το Άγιο Ποτήριον. Χρυσό ή ασημένιο και πλούσια διακοσμημένο ποτήρι, μέσα από τον οποία γίνεται η Θεία Κοινωνία – Μετάληψη.
2. Ο Άγιος Δίσκος. Επάνω στον οποίο ο Ιερέας μεταφέρει τον άγιο Άρτο από την Προσκομιδή στην Αγία Τράπεζα.
3. Ο Αστερίσκος. Κυρτός χρυσός ή ασημένιος σταυρός που τοποθετείται επάνω στον Άγιο Δίσκο.
4. Η Λόγχη. Μικρό μαχαίρι σε σχήμα λόγχης, με το οποίο κόβεται το πρόσφορο. Συμβολίζει τη λόγχη που κέντησε το πλευρό του Εσταυρωμένου Χριστού.
5. Η Λαβίδα. Το κουταλάκι με το οποίο γίνεται η Θεία Κοινωνία.
6. Ο Αέρας. Τετράγωνο μεταξωτό και χρυσοκέντητο κάλυμμα, με το οποίο σκεπάζονται τα Τίμια Δώρα.
7. Ο Σπόγγος. Χρησιμοποιείται από τον Ιερέα για το καθάρισμα του Αγίου Δίσκου. Συμβολίζει τον σπόγγο με τον οποίο ο Ρωμαίος στρατιώτης πότισε τον Εσταυρωμένο Χριστό νερό και ξύδι.
8. Το Ζέον. Μικρό δοχείο μέσα στο οποίο ζεσταίνεται το νερό που χύνεται στο Άγιο Ποτήριο.
9. Το Θυμιατήριο. Μετάλλινο δοχείο, κρεμασμένο από τέσσερις αλυσίδες, που κάθε μία τους έχει κατά διαστήματα τρία κουδουνάκια. Μέσα σ’ αυτό καίγεται το θυμίαμα.
10. Το Μυροδοχείο. Ασημένιο ή γυάλινο μικρό δοχείο, που περιέχει το Άγιο Μύρο με το οποίο μυρώνουν τα βρέφη.
11. Τα Εξαπτέρυγα. Στρογγυλές ανάγλυφες εικόνες από ξύλο ή μέταλλο επιχρυσωμένο ή επαργυρωμένο. Έχουν γύρω – γύρω έξι πτέρυγες και συμβολίζουν τους αγγέλους. Φέρονται πάνω σε ψηλά κοντάρια.
12. Οι Ιερές Σημαίες ή τα Λάβαρα. Από βαρύτιμο ύφασμα με εικόνες, ζωγραφιστές ή κεντημένες. Στις εκκλησιαστικές πομπές προπορεύονται, μαζί με τα Εξαπτέρυγα, τον Τίμιο Σταυρό και τις Άγιες Εικόνες.
13. Ο Επιτάφιος. Μεταξωτό παραλληλόγραμμο ύφασμα με κρόσσια, επάνω στο οποίο είναι κεντημένη ή ζωγραφισμένη η σκηνή της ταφής του Κυρίου.
14. Η Κολυμβήθρα. Μεγάλο χάλκινο δοχείο, μέσα στο οποίο γίνεται η Βάπτιση.
15. Ο Τίμιος Σταυρός. Ανάγλυφη παράσταση του Εσταυρωμένου από ξύλο ή μέταλλο επιχρυσωμένο ή επαργυρωμένο. Φέρεται πάνω σε ψηλό κοντάρι και συνοδεύεται από τα Εξαπτέρυγα.
Στα Ιερά Σκεύη συγκαταλέγονται και τα Εικονίσματα, τα Κανδήλια, οι Πολυέλαιοι, οι Καμπάνες κ.λπ.
Τα Ιερά Άμφια
A. Επισκοπικά Άμφια:
Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης φορώντας τα επισκοπικά άμφια.
Τα επισκοπικά άμφια του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης (Μουσείο Εκκλησιαστικής Τέχνης Δράμας).
A.1. Το στιχάριο. Εσωτερικό φόρεμα με στενά μανίκια και μακρύ ως τα πόδια.
A.2. Τα επιμάνικα. Στενά χρυσοκέντητα μανικέτια που προσαρμόζονται στην άκρη των μανικιών του στιχαρίου.
A.3. Το επιτραχήλιο (πετραχήλι). Στενόμακρο χρυσοποίκιλτο ύφασμα που φοριέται γύρω από τον λαιμό και φτάνει ως τα πόδια.
A.4. Η ζώνη. Χρυσοκέντητη ή ασημοκέντητη ζώνη, που φοριέται στη μέση, πάνω από το στιχάριο.
A.5. Ο σάκκος. Ευρύχωρο χρυσοκέντητο άμφιο με κοντά μανίκια και μακρύ ως τα γόνατα.
A.6. Το ωμοφόριον. Μακρόστενο βαρύτιμο ύφασμα με χρυσοκέντητους ή ασημοκέντητους σταυρούς που φοριέται επάνω στους ώμους.
A.7. Η μίτρα. Μεγαλοπρεπές κάλυμμα της κεφαλής από βελούδο, κεντημένο με χρυσάφι και ασήμι και διακοσμημένο με τις εικόνες των τεσσάρων Ευαγγελιστών και με πολύτιμους λίθους.
A.8. Ο σταυρός και το εγκόλπιο (Με εικόνα του Χριστού ή της Παναγίας). Είναι ολόχρυσα, στολισμένα με πολύτιμους λίθους και κρέμονται με χρυσή αλυσίδα ως το στήθος.
A.9. Το επιγονάτιο. Ύφασμα σε σχήμα ρόμβου, με κρόσσια και κεντημένο με σταυρούς. Κρέμεται από τη ζώνη και φθάνει ως το δεξί γόνατο.
A.10. Η ποιμαντορική ράβδος (πατερίτσα). Ψηλή ράβδος από πολύτιμο μέταλλο, σύμβολο της αρχιερατικής εξουσίας. Στην κορυφή έχει δύο αντιμέτωπες κεφαλές φιδιών με τον σταυρό στη μέση.
A.11. Το επανωκαλύμμαυχο. Μαύρο λεπτό ύφασμα που φορεί ο επίσκοπος πάνω από το καλυμμαύχι του.
B. Άμφια Ιερέως:
B.1. Στιχάριο.
B.2. Ζώνη
B.3. Επιμάνικα
B.4. Επιτραχήλιο (σε όχι τόσο βαρύτιμη κατασκευή, όπως τα επισκοπικά)
B.5. Επιγονάτιο [μόνο οι Ιερείς που έχουν τον τίτλο του οικονόμου]
B.6. Το φαιλόνιο. Είναι εξωτερικό άμφιο, σαν παλτό χωρίς μανίκια. Φθάνει ως τα πόδια, είναι μπροστά ανοιχτό από τη μέση ως κάτω και στο επάνω μέρος έχει άνοιγμα για να περνάει το κεφάλι. Είναι από πολύχρωμο μεταξωτό ύφασμα με σταυρούς και χρυσά σιρίτια.
Β.7. Το επανωκαλύμμαυχο. Μαύρο λεπτό ύφασμα που φορεί ο άγαμος πρεσβύτερος πάνω από το καλυμμαύχι του.
Γ. Άμφια του Διακόνου:
Γ.1. Στιχάριο.
Γ.2. Το οράριο. Στενό και μακρύ ύφασμα, στολισμένο με σταυρούς και με κρόσσια.
Γ.3. Το επανωκαλύμμαυχο. Μαύρο λεπτό ύφασμα που φορεί ο άγαμος διάκονος πάνω από το καλυμμαύχι του.
Η Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Σόλιδος του Ιουστινιανού Β´, με απεικόνιση του Χριστού Παντοκράτορα.
Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε αρχικά στο ελληνόφωνο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Παύλος και οι άλλοι Απόστολοι ταξίδεψαν σε όλη την Αυτοκρατορία, ιδρύοντας Εκκλησίες σε σημαντικές πόλεις, με τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες να εμφανίζονται στην Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την Ιερουσαλήμ, και έπειτα στα δύο πολιτικά κέντρα, αυτά της Ρώμης και της Νέας Ρώμης - Κωνσταντινούπολης.
Η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της του Θεού Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη απετέλεσε κέντρο της Ορθοδοξίας καθ' όλη τη διάρκεια της Χριστιανικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η ορθόδοξη πίστη για την καθιέρωση αποστολικής διαδοχής διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην άποψη της Εκκλησίας για το καθήκον της ως συνεχιστή της παράδοσης αυτής και υπερασπιστή της χριστιανικής κοινότητας. Οι συστηματικοί διωγμοί των Χριστιανών σταμάτησαν το 313 όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος εξέδωσε το Διάταγμα των Μεδιολάνων. Από εδώ και πέρα, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας άσκησε σε διάφορους βαθμούς την επιρροή του μέσα στην Εκκλησία. Αυτό περιλάμβανε τη σύγκληση Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων για την επίλυση θεολογικών διαφορών και την καθιέρωση του δόγματος της Εκκλησίας. Μερικές φορές Πατριάρχες (ιδιαίτερα της Κωνσταντινούπολης) καθαιρέθηκαν από Αυτοκράτορες, ιδιαίτερα όταν οι δεύτεροι συντάχθηκαν με τους εικονοκλάστες κατά τις εικονομαχικές έριδες του όγδοου και ένατου αιώνα.
Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του 325 και του 787 μ.Χ., απέδωσαν για τους Ορθοδόξους την οριστική ερμηνεία του χριστιανικού δόγματος.
Ο Ορθόδοξος χριστιανικός πολιτισμός έφθασε στη χρυσή εποχή του κατά την περίοδο της ακμής της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και συνέχισε να ακμάζει στη Ρωσία, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Πολυάριθμες αυτοκέφαλες Εκκλησίες δημιουργήθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη και τις σλαβικές χώρες.
Η Εκκλησία των Επτά Οικουμενικών Συνόδων
Κύριο λήμμα: Οικουμενικές Σύνοδοι
Ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Χριστιανικής Εκκλησίας στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325. Εάν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επρόκειτο να γίνει μια χριστιανική αυτοκρατορία, ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε να βασίζεται ακλόνητα στην ορθόδοξη πίστη και ήταν ευθύνη της Συνόδου της Νίκαιας να διαμορφώσει το περιεχόμενο αυτής της πίστης. Τίποτα δε θα μπορούσε να απεικονίσει ακριβέστερα τη νέα σχέση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά αυτής της Συνόδου, στην οποία προήδρευσε ο Αυτοκράτορας. Η εν Νικαία ήταν η πρώτη των επτά Οικουμενικών Συνόδων, που και αυτές, όπως και η πόλη του Κωνσταντίνου, κατέχουν κεντρική θέση στην ιστορία της Ορθοδοξίας.
Η ζωή της Εκκλησίας κατά την πρωτοβυζαντινή και μέση βυζαντινή περίοδο κυριαρχείται από τις επτά Οικουμενικές Συνόδους. Αυτές οι Σύνοδοι εκπλήρωσαν ένα διπλό στόχο. Κατ' αρχήν, ξεκαθάρισαν και διευθέτησαν την ορατή οργάνωση της Εκκλησίας, θεσμοθετώντας την Πενταρχία των παλαίφατων Πατριαρχείων και αποδίδοντάς τους τη θεσμική τους θέση. Αφετέρου καθόρισαν μια για πάντα τη διδασκαλία της Εκκλησίας επάνω στα θεμελιώδη δόγματα της χριστιανικής πίστης — Τριαδολογία και Χριστολογία. Όλοι οι Χριστιανοί συμφωνούν στην εκτίμηση αυτών των εννοιών ως «μυστηρίων» που βρίσκονται πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες έκφρασης και κατανόησης. Οι επίσκοποι, όταν συνέταξαν τους κανόνες των Συνόδων, δεν φαντάζονταν ότι είχαν εξηγήσει το μυστήριο, επιδίωξαν μόνο να αποκλείσουν ορισμένους λαθεμένους τρόπους εξήγησής του. Για να αποτρέψουν τους πιστούς από την παρέκκλιση στην πλάνη και την αίρεση, προστάτεψαν απαγορευτικά τα μυστήρια.
Οι συνομιλίες κατά τη διάρκεια των Συνόδων, ακόμα και όταν εμφανίζονται πολύ θεωρητικές και απόμακρες, εμπνέονταν από έναν πολύ πρακτικό σκοπό: τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, κατά τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, χωρίζεται από τον Θεό εξ αιτίας της αμαρτίας, και δεν μπορεί μέσω των δικών του προσπαθειών να υπερκεράσει το εμπόδιο του χωρισμού, που η αμαρτωλότητά του έχει δημιουργήσει. Ο Θεός επομένως λαμβάνει την πρωτοβουλία: Γίνεται άνθρωπος και ανασταίνεται από τους νεκρούς, απαλλάσσοντας με αυτόν τον τρόπο την ανθρωπότητα από τη δουλεία της αμαρτίας και του θανάτου. Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα της χριστιανικής πίστης, και αυτό το μήνυμα της απολύτρωσης οι Σύνοδοι προσπάθησαν να προστατέψουν. Οι αιρέσεις ήταν επικίνδυνες και όφειλαν να καταδικαστούν, επειδή έφθειραν τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, εγείροντας μία ερκάνη μεταξύ Θεού και ανθρώπου, και καθιστώντας έτσι αδύνατο για τον άνθρωπο να επιτύχει τη σωτηρία.
Εικονομαχικές έριδες
Αντικείμενο της μεγαλύτερης θρησκευτικής διαμάχης σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας υπήρξε η απόδοση τιμής προς τις ιερές εικόνες, εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και των Αγίων, που βρίσκονταν στις εκκλησίες και σε ιδιωτικούς οίκους. Οι εικονοκλάστες ή εικονομάχοι αντιτίθεντο σε οποιαδήποτε μορφή θρησκευτικής τέχνης απεικόνιζε ανθρώπινα όντα ή τον Θεό και απαιτούσαν την καταστροφή των εικόνων. Η αντίπαλη παράταξη των εικονολατρών υπεράσπιζε σθεναρά τη θέση των εικόνων στη ζωή της Εκκλησίας. Η διαμάχη δεν ήταν απλά μια σύγκρουση δύο διάφορων αντιλήψεων της χριστιανικής τέχνης αλλά και μία ευρύτερη αντίθεση σχετικά με την ανθρώπινη φύση του Ιησού και το νόημα της λύτρωσης του ανθρώπινου γένους.
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας ως θέμα της λαϊκής βυζαντινής εικονογραφίας.
Οι εικονοκλάστες πιθανότατα επηρεάστηκαν από εβραϊκές και μουσουλμανικές αντιλήψεις για τη θρησκευτική απεικόνιση (επειδή είναι ανεικονικές θρησκείες, δηλαδή απαγορεύουν τη θρησκευτική απεικόνιση), και είναι χαρακτηριστικό ότι τρία έτη πριν το πρώτο ξέσπασμα της εικονομαχίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο μουσουλμάνος χαλίφης Γιεζίντ διέταξε την αφαίρεση όλων των εικόνων από την επικράτειά του. Αλλά η εικονομαχία δεν εισήχθη απλά από το εξωτερικό. Μέσα στον χριστιανισμό υπήρχε πάντα μια ακραία συντηρητική προοπτική, η οποία καταδίκαζε τις εικόνες επειδή διέκρινε σε αυτές μία λανθάνουσα ειδωλολατρία. Όταν οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Ισαύρων επιτέθηκαν στις εικόνες, βρήκαν αφθονία πηγών υποστήριξης εντός της εκκλησιαστικής γραμματείας. Χαρακτηριστική αυτής της συντηρητικής άποψης είναι η δράση του Αγίου Επιφανίου Σαλαμίνος (315 - 403), ο οποίος, όταν ανακάλυψε ένα ύφασμα με τη μορφή του Χριστού στην εκκλησία ενός χωριού της Παλαιστίνης, αγανακτισμένος το έσκισε. Αυτή η αντίληψη ήταν πάντα ισχυρή στη Μικρά Ασία και μερικοί υποστηρίζουν πως η απόρριψη των εικόνων ήταν μία ασιατική αντίδραση στο ελληνικό πνεύμα. Αλλά δύσκολα γίνεται αποδεκτή μια τέτοια άποψη. Περισσότερο τείνει να αντιμετωπιστεί ως ένα ρήγμα μέσα στην ελληνική παράδοση.
Οι εικονομαχικές έριδες, που διήρκεσαν περίπου 120 χρόνια χωρίζονται σε δύο φάσεις. Η πρώτη περίοδος ξεκινά το 726 όταν ο Αυτοκράτορας Λέων Γ’ άρχισε την επίθεσή του ενάντια στις εικόνες, και τελείωσε το 780 όταν η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία ανέστειλε τη δίωξη. Η θέσεις των εικονολατρών υποστηρίχτηκαν από την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο το 787, η οποία έλαβε χώρα στη Νίκαια της Βιθυνίας. Η Σύνοδος διακήρυξε την απόδοση τιμής στο εικονιζόμενο πρόσωπο και τη διατήρηση των εικόνων με την περιβολή του ίδιου σεβασμού που απονέμονταν στο Ευαγγέλιο και τον Σταυρό. Μια νέα επίθεση στις εικόνες άρχισε από τον Αυτοκράτορα Λέοντα Ε' τον Αρμένιο στα 815 και συνεχίστηκε μέχρι τα 843 όταν επανεγκαταστάθηκαν οι εικόνες, αυτή τη φορά οριστικά, από μια άλλη Αυτοκράτειρα, τη Θεοδώρα. Η τελική ύψωση των ιερών εικόνων το 843 είναι γνωστή ως θρίαμβος της Ορθοδοξίας, και τιμάται την Κυριακή της Ορθοδοξίας, την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων
Οι Θεσσαλονικείς αυτάδελφοι Ισαπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος με την επινόηση του γλαγολιτικού αλφαβήτου έγιναν αίτιοι της απαρχής της ευρύτερης σλαβικής γραμματείας.
Γεγονός ιδιαίτερης σπουδαιότητας για την Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε η μεταστροφή των Σλάβων στον Χριστιανισμό με τη δράση των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου. Η αποστολή τους εντάσσονταν στη γενικότερη ιεραποστολική προσπάθεια του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου του Μεγάλου, που κατανοώντας τη δυναμική που θα προσέδιδε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ο προσεταιρισμός των βόρειων σλαβικών φυλών, εκπόνησε μία γενικότερη εκπολιτιστική προσπάθεια, χρησιμοποιώντας τους δύο αδελφούς, λόγω του ότι κατείχαν τη σλαβονική γλώσσα καθώς και αξιόλογη θεολογική μόρφωση.
Η αρχική τους προσέγγιση με τους Καυκάσιους Χαζάρους δεν απέδωσε αποτελέσματα οπότε και στράφηκαν στους Μοραβούς. Στη Μοραβία αρχικά αντιμετωπίστηκαν ευμενώς από τον πρίγκιπα Ροσιστλάβο και εκπόνησαν ένα νέο αλφάβητο βασισμένο στο ελληνικό, το Γλαγολιτικό ή Κυριλλικό, προκειμένου να μεταφράσουν στα σλαβικά έργα της χριστιανικής γραμματείας. Η δράση τους ενόχλησε τους Γερμανούς ιεραποστόλους και οδήγησε σε δίωξη τους και καταφυγή τους στη Ρώμη αποζητώντας την προστασία του Πάπα. Ο Πάπας τους δικαίωσε αλλά ο Κύριλλος, ήδη καταβεβλημένος, πέθανε στη Ρώμη και το βάρος της συνέχισης της ιεραποστολής μετατέθηκε στον Μεθόδιο. Ο Μεθόδιος, αφού χειροτονήθηκε επίσκοπος, επέστρεψε στη Μοραβία και δημιούργησε γύρω του μία ομάδα ιεραποστόλων, η οποία, όμως, μετά τον θάνατό του (885) και παρά τη θέση του Επισκόπου Ρώμης υπέρ του εκδιώχθηκε από τη χώρα.
Συνεχιστής του έργου τους αναδείχτηκε ο Κλήμης Αχρίδος, του οποίου η δράση έφερε αποτέλεσμα στους Βουλγάρους με τη βάπτιση του ηγεμόνα τους Τσάρου Βόρις στα 869.
Το 891 βαπτίζεται και ο ηγεμόνας των Σέρβων πρίγκιπας Μούτιμιρ, οπότε ταυτόχρονα το σερβικό κράτος μετατρέπεται σε χριστιανικό. Στη Ρωσία (τότε Κράτος των Ρως) ο Χριστιανισμός υιοθετήθηκε αρχικά από τη βασίλισσα Όλγα το 955, η πλέον όμως καθοριστική καμπή για τη χώρα ήταν η απόφαση του εγγονού της Όλγας, Μεγάλου Πρίγκιπα Βλαδίμηρου του Κιέβου, για θεσμοθέτηση της χριστιανικής ομολογίας ως επίσημης θρησκείας του κράτους το 988, επηρεασμένος από την άποψη μεγαλείου, που του μετέφεραν οι απεσταλμένοι του από την Κωνσταντινούπολη.
Η βουλγαρική Εκκλησία αναγνωρίστηκε ως Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη το 945, η σερβική το 1346 και η ρωσική το 1589.
Το Σχίσμα του 1054
Κύριο λήμμα: Σχίσμα του 1054
Το σχίσμα των Εκκλησιών, ανατολής και δύσης, ήταν αποτέλεσμα μίας μακράς σειράς επεισοδίων, που ως κατάληξη είχαν την ανταλλαγή αναθεμάτων μεταξύ του Πατριάρχη Μιχαήλ Η' Κηρουλάριου και του Πάπας Λέοντος ΙΕ' το 1054.
Το παλαιό δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε περιέλθει οριστικά στους Φράγκους, οι οποίοι από την εποχή του Καρλομάγνου κατέβαλαν προσπάθειες εκφραγκισμού της Ρωμαϊκής Πατριαρχικής Έδρας. Η προσπάθεια αυτή κατέληξε στην παύση εκλογής ρωμαϊκής καταγωγής Παπών και την ανάληψη του Θρόνου από Φράγκους επισκόπους, ξεκινώντας από το 1012. Η θεολογική σκέψη των Φράγκων καθοδηγούνταν από τις αρχές μιας θεωρίας διττής εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος και μη αποδοχής των αποφάσεων της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, όπως αυτές είχαν περάσει από τις Συνόδους του Καρλομάγνου. Η μνημόνευση του Επισκόπου Ρώμης στα δίπτυχα των άλλων εκκλησιών φαίνεται να διακόπτεται από την εκλογή στη θέση αυτή του Σεργίου Δ’, όταν αυτός περιέλαβε στην ενθρονιστήρια συστατική του επιστολή το Filioque.
Η αλλαγή της κυριαρχίας στη Ρωμαϊκή Έδρα έφερε στην επιφάνεια διαφορές στη θεολογική κατανόηση λεπτών δογματικών θεμάτων, την έννοια της παράδοσης, τη λειτουργική πρακτική, αλλά και πολιτικές αντιπαραθέσεις με βαθύτερο σκοπό την επικυριαρχία στους σλαβογενείς λαούς. Μετά από πολλά προειδοποιητικά συμπτώματα, η τελική ρήξη ήρθε το 1054, όταν αντηλλάγησαν οι αφορισμοί μεταξύ των δύο προκαθημένων. Είχαν υπάρξει αμοιβαίοι αφορισμοί και στο παρελθόν, αλλά δεν είχαν οδηγήσει ποτέ σε μόνιμα σχίσματα. Προϊόντος του χρόνου φάνηκαν κάποιες δυνατότητες συμφιλίωσης, αλλά το ρήγμα διευρύνθηκε όταν οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού βασιλείου και έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την Κωνσταντινούπολη, το 1204, αλλά και όταν εκμεταλλευόμενοι τη στρατιωτική αδυναμία της Αυτοκρατορίας προσπάθησαν να τη σύρουν σε μία εκκλησιαστική ένωση με ταπεινωτικούς όρους, όπως στις Συνόδους της Λυών (1274) και της Φερράρας - Φλωρεντίας (1438 - 1439).
Πρώιμος Χριστιανισμός
Σύνοδος της Εφέσου 431
Ασσυριακή Εκκλησία της Ανατολής
Σύνοδος της Χαλκηδόνας 451
Ανατολίτικες Ορθόδοξες Εκκλησίες
Μεγάλο Σχίσμα
(11ος αιώνας)
Ορθόδοξη Εκκλησία
Καθολική Εκκλησία
(Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες)
(Λατινική Εκκλησία)
Θρησκευτική Μεταρρύθμιση
(16ος αιώνας)
Προτεσταντισμός
Kίνημα Αποκατάστασης
Λουθηρανοί
Καλβινιστές
Αγγλικανοί
Αναβαπτιστές
Ο Ορθόδοξος κόσμος υπό οθωμανική κυριαρχία
Ο Βυζαντινός δικέφαλος αετός υπεράνω των θυρών του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Κυρίαρχο εκκλησιαστικό σύμβολο της Ορθοδοξίας.
Η οριστική κατάκτηση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς, με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, οδήγησε όλο τον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο των Βαλκανίων και της Ανατολής υπό την κυριαρχία ενός αλλόθρησκου εξουσιαστή. Από αυτή τη μοίρα διέφυγε μόνο η Ρωσική Αυτοκρατορία, η οποία σε αυτή την περίοδο, λόγω της υψηλής πνευματικότητας που αναπτύσσεται από μεγάλες εκκλησιαστικές και λογοτεχνικές μορφές θα ονομαστεί Αγία Ρωσία.
Οι Οθωμανοί, εντούτοις, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Κορανίου, κατέτασσαν τους Χριστιανούς, όπως και τους Ιουδαίους, στις θρησκείες της Βίβλου, θρησκείες δηλαδή αληθινές αλλά ατελείς. Αυτό παρείχε στους Χριστιανούς κάποια δικαιώματα. Συνεπώς, υπό τον όρο ότι Χριστιανοί υπόκειντο στην εξουσία του χαλιφάτου και της μουσουλμανικής πολιτικής κυβέρνησης και καταβάλλοντας τους δεδομένους φόρους, απολάμβαναν σχετική θρησκευτική ανοχή. Στην πραγματικότητα, οι Χριστιανοί μεταβλήθηκαν σε ιδιαίτερη κοινότητα - μιλέτ, το Ρουμ μιλέτ ή Ρωμαϊκό γένος, που υπό την κυριαρχία του Ισλάμ απολάμβανε μία ορισμένη εσωτερική αυτονομία.
Τον Ιανουάριο του 1454 ο Σουλτάνος επέτρεψε την εκλογή νέου Οικουμενικού Πατριάρχη, που επρόκειτο να γίνει ηγέτης – Γενάρχης ολόκληρου του χριστιανικού πληθυσμού, με δικαιώματα διαχείρισης της φορολογίας και δράσης ως δικαστικής αρχής για όλους τους Χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (ως συνέπεια της μη διάκρισης του Κορανίου σε φυλές αλλά σε θρησκείες). Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο του νέου συστήματος, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έλαβε αυξημένα προνόμια και η αρμοδιότητά του επεκτάθηκε και γεωγραφικά και ουσιαστικά: αφ' ενός, μέσω των προνομίων που του χορηγήθηκαν από τον Σουλτάνο, θα μπορούσε ουσιαστικά να αγνοήσει τους άλλους ορθόδοξους Πατριάρχες, και, αφ' ετέρου, η δύναμή του έπαψε να είναι καθαρώς κανονική και πνευματική, γενόμενη επίσης και πολιτική. Για τους υπόδουλους Έλληνες, εμφανίστηκε όχι μόνο ως διάδοχος των βυζαντινών Πατριαρχών αλλά και ως κληρονόμος των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων. Για τους Οθωμανούς, ήταν ο ανώτερος και άμεσα υπόλογος διοικητής του Ρουμ μιλιέτ.
Στην πραγματικότητα όλα αυτά τα δικαιώματα και τα προνόμια, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της λατρείας και της θρησκευτικής οργάνωσης, σπάνια αντιστοιχούσαν στην πραγματικότητα. Τα νομικά προνόμια του Πατριάρχη και της Εκκλησίας εξαρτώντο, ουσιαστικά, από τη διάθεση και τον οίκτο του Σουλτάνου και της Υψηλής Πύλης, ενώ όλοι οι Χριστιανοί αντιμετωπίζονταν ως υπήκοοι δεύτερης κατηγορίας. Υπήρχαν συχνά μαζικές διώξεις Χριστιανών, το περίφημο παιδομάζωμα, απαγόρευση ανέγερσης ή συντήρησης ναών, καθώς και ύπαρξης κωδωνοστασίων (η χρήση της καμπάνας απαγορευόταν εντελώς). Όπως αναφέρει ο ιστορικός Steven Runciman, η συμφωνία μεταξύ του πατριάρχη Γεννάδιου και του σουλτάνου "σύντομα αποδείχτηκε περισσότερο αποτελεσματική στα χαρτιά παρά στην πράξη". Ειδικά μετά τον 17ο αι. που άρχισε η αποκέντρωση της εξουσίας, οι Έλληνες υπήκοοι της αυτοκρατορίας δεν ένοιωθαν ποτέ ασφαλείς.[7]
Η ένωση της Φλωρεντίας, ήδη καταδικασμένη από τη λαϊκή πλειονοψηφία των Ορθοδόξων, πέρασε σε οριστική αχρησία με την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την ανάδειξη Πατριαρχών από την ανθενωτική μερίδα. Το 1484 η Πατριαρχική Σύνοδος την καταδίκασε και επίσημα. Όμως ούτε ο Σουλτάνος δεν ήταν ευνοϊκός στη συνέχιση των πολιτικών δεσμών με τη δυτική χριστιανοσύνη, φοβούμενος πιθανή σταυροφορία για την απελευθέρωση των χριστιανών υπηκόων του. Πλέον ο πνευματικός διάλογος με τη δύση έγινε αδύνατος και σε αυτό οφείλεται η απουσία της Ορθοδοξίας από σημαντικές εκκλησιαστικές και πνευματικές κινήσεις της περιόδου. Μέσω της λειτουργικής λατρείας και της παραδοσιακής πνευματικότητας των μοναστηριών, η ορθόδοξη πίστη συντηρήθηκε στην παλαιά ρωμαϊκή επικράτεια. Όσο αφορά στην ευρύτερη εκκλησιαστική παιδεία και διανόηση ξεχωρίζουν λαϊκοί ιεροκήρυκες όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, αλλά και συγγραφείς όπως ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και Πατριάρχες σαν τον διαφωτιστή Κύριλλο Λούκαρη.
Οι εθνικές εκκλησίες των Βαλκανίων
Ο εθνικισμός, που αναπτύχθηκε ως κίνημα τον 18ο αιώνα, επηρέασε και την τουρκοκρατούμενη βαλκανική χερσόνησο με την αρχική διεκδίκηση εκκλησιαστικής αυτονομίας των εθνοτήτων από το εκκλησιαστικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης.
Στη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής όλες οι παλαιές αυτοκέφαλες εκκλησίες, αποδυναμωμένες, είχαν μετατραπεί σε Μητροπόλεις υπαγόμενες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επιπλέον, εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όλες οι χριστιανικές βαλκανικές φυλές έτειναν να εξελληνισθούν (εκρωμαϊσθούν), τουλάχιστον σε επίπεδο γλώσσας και παιδείας, αλλά και ευρύτερα με παραδείγματα εθνικών κοινοτήτων πλήρως εξελληνισμένων.
Αυτή η τάση εξελληνισμού και απώλειας της εθνικής συνείδησης οδήγησε ορισμένους λόγιους να εκκινήσουν προσπάθειες εθνικής αφύπνισης των μη ελληνικών εθνοτικών ομάδων της αυτοκρατορίας. Παράδειγμα αυτής της κίνησης είναι η δράση του Βούλγαρου μοναχού Παϊσίου Χιλανδαρινού, ο οποίος στα 1762 συνέγραψε τη «Σλαβοβουλγαρική Ιστορία», προσπαθώντας να δώσει ένα ιστορικό σύγγραμμα στο βουλγαρικό λαό, προκειμένου να τονίσει την ιστορικότητά του και την εθνική του αυθυπαρξία.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και η συνακόλουθη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους δημιούργησε το ερώτημα για την εκκλησιαστική διοίκησή του. Η πλέον προβεβλημένη άποψη ήταν αυτή της απόδοσης αυτοκεφαλίας στην ελλαδική Εκκλησία, σκέψη που προκαλούσε την αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ως κύριος εκφραστής της ιδέας της αυτοκεφαλίας προέβαλλε ο λόγιος κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης, του οποίου τις απόψεις υιοθετώντας η Αντιβασιλεία προέβη στην ανακήρυξη της Εκκλησίας της Ελλάδος ως αυτοκέφαλης το 1833. Η πράξη αυτή καταδικάστηκε από το Φανάρι κηρύσσοντας σχισματική την Ελλαδική σύνοδο.
Τελικά το 1850 το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θεωρώντας ως αντικανονική την προηγούμενη κατάσταση, απέδωσε με ειδικό Τόμο στην Εκκλησία της Ελλάδος το αυτοκέφαλο.
Παράλληλα με αυτά τα γεγονότα, οξυνόταν και η διεκδίκηση άλλων λαών για εκκλησιαστική αυτονομία. Ειδικότερα τις δεκαετίες του 1840 και του 1850 τα κινήματα των Βουλγάρων εθνικιστών προβάλλουν έντονα αυτό το αίτημα με διάφορες προσπάθειες, που θα καταλήξουν στην ίδρυση, με απόφαση του Σουλτάνου, της Βουλγαρικής Εξαρχίας στα 1870 ως αντιπάλου δέους στον Οικουμενικό Θρόνο.
Η προσηλυτιστική δράση της Βουλγαρικής Εξαρχίας προς ελληνόφωνους και σλαβόφωνους πληθυσμούς οδήγησε στον αφορισμό της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τη σύγκληση Μείζονος Συνόδου το 1872, η οποία καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό ως αίρεση εντός της Εκκλησίας. Βασικό χαρακτηριστικό των εκκλησιαστικών κινημάτων του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα ήταν η σύνδεσή τους με αλυτρωτικές εθνικές βλέψεις. Το βουλγαρικό σχίσμα θα λήξει το 1946 με αίτηση συγχωρήσεως των Βουλγάρων προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και απόδοση κανονικής αυτοκεφαλίας.
Με πιο ανώδυνο τρόπο και τα άλλα βαλκανικά έθνη, που ήδη είχαν συγκροτήσει ανεξάρτητα κράτη, εισήλθαν στο καθεστώς της αυτοκέφαλης εκκλησιαστικής διοίκησης. Έτσι στα 1879 εκδόθηκε Πατριαρχικός Τόμος για την Εκκλησία της Σερβίας, στα 1885 για την Εκκλησία της Ρουμανίας, στα 1924 για την πολωνική Εκκλησία και στα 1937 για την Εκκλησία της Αλβανίας.
Η Ορθοδοξία στον 20ό αιώνα
Ορθόδοξοι Έλληνες Μικρασιάτες που σφαγιάσθηκαν κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή στη Σμύρνη το 1922.
Η πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον 20ό αιώνα επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό πρώτον από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και το κίνημα των Νεοτούρκων με την άνοδο του τουρκικού εθνικισμού και δεύτερον από την άνοδο και την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στη Ρωσική Αυτοκρατορία και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Η αρνητική θέση των ολοκληρωτικών σοσιαλιστικών κυβερνήσεων έναντι της θρησκείας έφερε τις κατά τόπους Εκκλησίες σε θέση διωκομένου περιορίζοντας την ποιμαντική τους δράση, αποκόπτοντας μεγάλα τμήματα του λαού από τις τάξεις τους μέσω των κατασταλτικών μηχανισμών, της αντιθρησκευτικής νομοθεσίας και της προπαγάνδας ενώ στο σύνολό τους αυτές οι κυβερνήσεις προέβησαν σε κλιμακούμενης έντασης διώξεις των λειτουργών των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της Ε.Σ.Σ.Δ. η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρήθηκε σαν θεσμός στήριξης του παλαιού μοναρχικού καθεστώτος και αντίθετος με τις αρχές του μαρξιστικού κράτους. Έως και την κήρυξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου η Εκκλησία της Ρωσίας και των άλλων σοβιετικών δημοκρατιών υπέστη σφοδρή πολεμική, η οποία εντάθηκε την περίοδο της κυριαρχίας του Ιωσήφ Στάλιν. Οι εκτοπίσεις, οι εκτελέσεις, οι εγκλεισμοί σε ψυχιατρικές κλινικές Ορθοδόξων ιερέων και ιεραρχών εντάσσονταν στη συνήθη πρακτική του προπολεμικού σοβιετικού καθεστώτος. Ακόμη, συχνά φαινόμενα ήταν το κλείσιμο, η καταστροφή και η αλλαγή της χρήσης Ι. Ναών.
Στα 1912 η Ανατολική Μακεδονία έπαψε να βρίσκεται υπό Οθωμανική Διοίκηση. Ακολούθησαν 3 βουλγαρικές κατοχές: η Α΄ Βουλγαρική Κατοχή (1913), η Β΄ Βουλγαρική Κατοχή (1916-1918) και η Γ΄ Βουλγαρική Κατοχή ελληνικών εδαφών (1941-1944). Κατά τις περιόδους αυτών των βουλγαρικών κατοχών στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης ο ελληνικός ορθόδοξος πληθυσμός υπέστη διώξεις, λιμοκτονία, ομηρίες καθώς και δολοφονίες, φυλακίσεις, βιαιοπραγίες και βασανισμούς από τη μυστική βουλγαρική αστυνομία και τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό. Ως αποτέλεσμα χιλιάδες Έλληνες Ορθόδοξοι έχασαν τη ζωή τους. Ενδεικτικό είναι πως από τους Βούλγαρους εφαρμόστηκε ένα σκληρό μέτρο εξόντωσης του πληθυσμού: η εκτόπιση και η ομηρία χιλιάδων Ελλήνων κατοίκων, μεταξύ αυτών και του συνόλου σχεδόν των ιερέων, της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης σε στρατόπεδα συγκέντρωσης και καταναγκαστικά έργα στη Βουλγαρία. Την περίοδο 1916-1918 υπολογίζεται, πως 42.000 Έλληνες ηλικίας κυρίως 17-60 ετών εκτοπίσθηκαν στη Βουλγαρία, από τους οποίους περίπου 12.000 δεν κατόρθωσαν τελικά να επιστρέψουν ζωντανοί. Το ίδιο διάστημα το Γκόστιβαρ, το Κίτσεβο, το Σεβλίεβο, το στρατόπεδο της Σούμλας και το Κάρνομπατ υπήρξαν ορισμένοι από τους τόπους εξορίας, στους οποίους εστάλησαν υποχρεωτικά οι Έλληνες αιχμάλωτοι.[8][9][10][11] Στη διάρκεια της Β' Βουλγαρικής Κατοχής (1916-1918) κλάπηκαν από τον κατοχικό βουλγαρικό στρατό, και κρατούνται έως σήμερα στη Βουλγαρία, τα κειμήλια και οι θησαυροί της Μονής Παναγίας Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου της Μητροπόλεως Δράμας, και πλήθος έτερων ελληνικών κειμηλίων από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου Σερρών, τις Μονές Παναγίας Καλαμούς και Παναγίας Αρχαγγελιώτισσας Ξάνθης.
Κατά την περίοδο 1914-1923 στη Μικρά Ασία έλαβε χώρα η Γενοκτονία των Ελλήνων από τους Οθωμανούς. Κατά τη Γενοκτονία των Ελλήνων διώχθηκαν και μαρτύρησαν πολλοί ορθόδοξοι χριστιανοί. Αποκορύφωμα των μαρτυρίων αποτέλεσε η Μικρασιατική Καταστροφή, με τη θανάτωση πλήθους Ορθοδόξων. Ανάμεσα σε αυτούς βασανίστηκαν και μαρτύρησαν 347 κληρικοί της περιοχής Σμύρνης (από τους 459) και ο Μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος. Την περίοδο 1923-1924 ακολούθησε η υποχρεωτική Ελληνοτουρκική ανταλλαγή πληθυσμών.[12]
Στην Ε.Σ.Σ.Δ. ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε σημείο καμπής στη σχέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το σοβιετικό κράτος. Η βοήθεια, που προσέφερε η Εκκλησία στην αμυντική προσπάθεια της Ε.Σ.Σ.Δ. είχε ως αποτέλεσμα τη χαλάρωση της κρατικής πολεμικής εναντίον της. Αν και μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ο κρατικός μηχανισμός διατηρούσε αρνητική στάση απέναντι στην Εκκλησία και γενικότερα στην έκφραση θρησκευτικότητας, η οργανωτική δομή του Πατριαρχείου Μόσχας ενισχύθηκε με σκοπό την προς τα έξω ανάδειξη της θρησκευτικής ανεκτικότητας αλλά και τη χρησιμοποίησή του ως αντίβαρου στην ενίσχυση από τη δυτική συμμαχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η επικράτηση ολοκληρωτικών καθεστώτων σοβιετικού τύπου στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης οδήγησε σε παρόμοιες μορφές διώξεων με αυτές που υπέστη η Εκκλησία στην Ε.Σ.Σ.Δ. και τις άλλες ομόδοξες τοπικές Εκκλησίες.
Στη χειρότερη θέση βρέθηκε η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας. Οι παρεμβάσεις του αλβανικού κράτους οδήγησαν σταδιακά στην εξάρθρωση του εκκλησιαστικού οργανισμού με μαζικές φυλακίσεις και εκτοπίσεις στελεχών του. Ειδικότερα από το 1967, επιβλήθηκε καθεστώς πλήρους αθεΐας, όταν με συνταγματική ρήτρα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας απαγορεύθηκε η οποιαδήποτε έκφραση θρησκευτικής πίστης και λατρείας, δημοσίας ή ιδιωτικής, οι διώξεις έλαβαν μορφή εντατική οδηγώντας έως το 1990 σε διάλυση και αφανισμό κάθε πρότερη οργανωμένη εκκλησιαστική παρουσία.
Η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989 - 1990 έδωσε νέα δυναμική στις Ορθόδοξες Εκκλησίες των ανατολικών χωρών και τις επανέφερε στο κέντρο της κοινωνικής ζωής από το αναγκαστικό περιθώριο.
Ένα πρόσθετο πρόβλημα, που προέκυψε από την παραμονή των Ορθοδόξων Εκκλησιών υπό κομμουνιστικά καθεστώτα ήταν η δημιουργία εκκλησιαστικών διοικήσεων της διασποράς με μέλη πολίτες, που βρέθηκαν εκτός των χωρών τους σε αντίδραση προς την εκεί πολιτική κατάσταση. Η έλλειψη κοινής διοικητικής υπαγωγής αυτών των οργανισμών προκάλεσε διάφορα προβλήματα κανονικής κυρίως φύσης. Στη μετακομμουνιστική εποχή γίνονται κινήσεις προσέγγισης με σκοπό την υπαγωγή των εκκλησιαστικών οργανισμών της διασποράς σε κανονικές διοικήσεις τοπικών Εκκλησιών και Πατριαρχείων.
Μέσα στον 20ό αιώνα αναπτύχθηκε και η Οικουμενική Κίνηση, η προσπάθεια διαλόγου δηλαδή μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μετείχε στην Οικουμενική Κίνηση από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της και συντέλεσε στη διάπλαση και περαιτέρω εξέλιξή της. Άλλωστε η Ορθόδοξη Εκκλησία θεώρησε πως εξαιτίας του οικουμενικού πνεύματος που τη διακρίνει, κατά τη διάρκεια της ιστορίας, πάντοτε αγωνίστηκε για την αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας. Γι’ αυτό και η ορθόδοξη συμμετοχή στην Οικουμενική Κίνηση δεν λογίστηκε καθόλου ξένη προς τη φύση και την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά αποτέλεσε για αυτήν έκφραση της αρχαίας αποστολικής πίστης μέσα σε νέες ιστορικές συνθήκες και την αντιμετώπιση νέων υπαρξιακών αιτημάτων.
Διάρθρωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Κανονικά εδάφη των Ορθόδοξων Εκκλησιών (2022)
Κύριο λήμμα: Διάρθρωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας
«Τους Επισκόπους εκάστου Έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν» [ΛΔ’ Αποστολικός Κανών]
Η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία περιλαμβάνει
Α. Τέσσερα (4) Αρχαία ή Πρεσβυγενή Πατριαρχεία:
1. Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως («Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης») με έδρα την Κωνσταντινούπολη.
2. Πατριαρχείο Αλεξανδρείας («Πάπας και Πατριάρχης της Μεγάλης πόλεως Αλεξανδρείας, Λιβύης, Πενταπόλεως, Αιθιοπίας και πάσης Αφρικής, Πατήρ Πατέρων, Ποιμήν Ποιμένων, Αρχιερεύς Αρχιερέων, τρίτος και δέκατος των Αποστόλων και Κριτής της Οικουμένης») με έδρα την Αλεξάνδρεια.
3. Πατριαρχείο Αντιοχείας («Πατριάρχης της Μεγάλης Θεουπόλεως Αντιοχείας, Συρίας, Αραβίας, Κιλικίας, Ιβηρίας τε και Μεσοποταμίας και πάσης Ανατολής») με έδρα τη Δαμασκό.
4. Πατριαρχείο Ιεροσολύμων («Πατριάρχης της Αγίας Πόλεως Ιερουσαλήμ και πάσης Παλαιστίνης, Συρίας, Αραβίας, πέραν του Ιορδάνου, Κανά της Γαλιλαίας και Αγίας Σιών») με έδρα τα Ιεροσόλυμα.
Β. Πέντε (5) Νεώτερα Πατριαρχεία:
1. Πατριαρχείο Ρωσίας («Πατριάρχης Μόσχας και πάσης Ρωσίας») με έδρα τη Μόσχα.
2. Πατριαρχείο Σερβίας («Αρχιεπίσκοπος Πεκίου, Μητροπολίτης Βελιγραδίου και Καρλοβικίου και Πατριάρχης των Σέρβων») με έδρα το Βελιγράδι.
3. Πατριαρχείο Ρουμανίας («Αρχιεπίσκοπος Βουκουρεστίου, Μητροπολίτης Μουντένια και Δοβρουτζάς και Πατριάρχης Ρουμανίας») με έδρα το Βουκουρέστι.
4. Πατριαρχείο Βουλγαρίας («Μητροπολίτης Σόφιας και Πατριάρχης πάσης Βουλγαρίας») με έδρα τη Σόφια.
5. Πατριαρχείο Γεωργίας («Αρχιεπίσκοπος Μιτσχέτης και Τιφλίδος και Καθολικός Πατριάρχης πάσης Γεωργίας») με έδρα την Τιφλίδα.
Γ. Αυτοκέφαλες Εκκλησίες
1. Εκκλησία της Κύπρου («Αρχιεπίσκοπος Νέας Ιουστινιανής και πάσης Κύπρου») με έδρα τη Λευκωσία.
2. Εκκλησία της Ελλάδος («Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος») με έδρα την Αθήνα.
3. Ορθόδοξη Εκκλησία της Πολωνίας («Μητροπολίτης Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας») με έδρα τη Βαρσοβία.
4. Εκκλησία της Αλβανίας («Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας») με έδρα τα Τίρανα.
5. Εκκλησία της Τσεχίας και Σλοβακίας («Μητροπολίτης πάσης Τσεχίας και Σλοβακίας») με εναλλασσόμενη έδρα.
6. Ορθόδοξη Εκκλησία στην Αμερική (1970) («Μητροπολίτης πάσης Αμερικής και Καναδά») με έδρα τη Νέα Υόρκη. Την αυτοκεφαλία της αναγνωρίζουν οι Εκκλησίες της Ρωσίας, της Βουλγαρίας, της Γεωργίας, της Πολωνίας και της Τσεχίας και Σλοβακίας, αν και οι Εκκλησίες της Βουλγαρίας και της Ρωσίας συνεχίζουν να διατηρούν ενορίες εντός της δικαιοδοσίας της. Ανάμεσα στις Εκκλησίες που δεν την αναγνωρίζουν είναι το Οικουμενικό Πατριαρχείο.[13]
7. Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας (2019) («Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας») με έδρα το Κίεβο. Αναγνωρίζεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το Πατριαρχείο Αλεξάνδρειας, την Εκκλησία της Ελλάδος και τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου).
8. Αρχιεπισκοπή Αχρίδος (Βόρειας Μακεδονίας) (2022) («Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος, Μητροπολίτης Σκοπίων») με έδρα την Αχρίδα (στις 17 Ιουλίου 1967 είχε ανακηρύξει μονομερώς το αυτοκέφαλό της, με αποτέλεσμα η έκτακτη Σύνοδος της Ιεραρχίας του Πατριαρχείου Σερβίας, τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, να κηρύξει την ηγεσία της σχισματική).
* Δ. Αυτόνομες Εκκλησίες:
* Δ1. Υπό το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων
1. Εκκλησία του Όρους Σινά («Αρχιεπίσκοπος Σινά, Φαράν και Ράιφα») πλήρης αυτονομία
* Δ2. Υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο:
2. Φινλανδική Ορθόδοξη Εκκλησία («Αρχιεπίσκοπος Καρελίας και πάσης Φιλανδίας»)
3. Εσθονική Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία («Μητροπολίτης Ταλίν και πάσης Εσθονίας»)
* Δ3. Υπό το Πατριαρχείο Αντιοχείας:
* Δ4. Υπό το Πατριαρχείο Μόσχας:
4. Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας) με καθεστώς αυτοδιοίκησης («Μητροπολίτης Κιέβου και πάσης Ουκρανίας») με έδρα το Κίεβο
5. Ορθόδοξη Εκκλησία της Ιαπωνίας* («Μητροπολίτης Τόκιο και πάσης Ιαπωνίας») αυτονομία που αναγνωρίζεται από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά όχι από το Οικουμενικό Πατριαρχείο
6. Ορθόδοξη Εκκλησία της Κίνας* αυτονομία που αναγνωρίζεται από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά όχι από το Οικουμενικό Πατριαρχείο (δεν διαθέτει επισκόπους, λόγω έλλειψης ιερέων)
7. Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εκτός Ρωσίας* («Μητροπολίτης Ανατολικής Αμερικής και Νέας Υόρκης») με καθεστώς αυτοδιοίκησης
* Δ5. Υπό τη Ρουμανική Ορθόδοξη Εκκλησία:
1. Μητρόπολη Βεσσαραβίας* («Μητροπολίτης Βεσσαραβίας»)
* Η αυτονομία δεν είναι καθολικά αναγνωρισμένη.
Ε. Ημιαυτόνομες Ορθόδοξες Εκκλησίες
* Ε1. Υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως
1. Εκκλησία Κρήτης («Αρχιεπίσκοπος Κρήτης»)
* Ε1. Υπό το Πατριαρχείο Μόσχας
1. Εσθονική Ορθόδοξη Εκκλησία (Πατριαρχείο Μόσχας) («Μητροπολίτης Ταλίν και πάσης Εσθονίας»)
2. Λευκορωσική Ορθόδοξη Εκκλησία («Μητροπολίτης Μινσκ και Ζασλάβσκι, Πατριαρχικός Έξαρχος Λευκορωσίας»)
3. Λετονική Ορθόδοξη Εκκλησία («Μητροπολίτης Ρίγας και πάσης Λετονίας»)
4. Μητρόπολη Κισινάου και πάσης Μολδαβίας (Ορθόδοξη Εκκλησία της Μολδαβίας) («Μητροπολίτης Κισινάου και πάσης Μολδαβίας»)
5. Αρχιεπισκοπή Ρωσικών Ορθόδοξων Εκκλησιών Δυτικής Ευρώπης* («Μητροπολίτης Ντούμπνα, Αρχιεπίσκοπος Δυτικοευρωπαϊκών Ενοριών της Ρωσικής Παράδοσης») με ειδικό καθεστώς
Υπό την άμεση δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου τελούν, ως Επαρχίες του:
1. Οι Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου: Ρόδου, Κώου και Νισύρου, Λέρου, Καλύμνου και Αστυπαλαίας, Καρπάθου και Κάσου και Σύμης, Τήλου, Χάλκης και Καστελλορίζου.
2. Η Αρχιεπισκοπή Αμερικής.
3. Η Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας.
5. Η Μητρόπολις Γαλλίας.
6. Η Αρχιεπισκοπή Καναδά.
7. Η Μητρόπολις Γερμανίας.
8. Η Μητρόπολις Αυστρίας.
9. Η Μητρόπολις Σουηδίας.
10. Η Μητρόπολις Βελγίου.
11. Η Μητρόπολις Νέας Ζηλανδίας.
12. Η Μητρόπολις Ελβετίας.
13. Η Μητρόπολις Ιταλίας.
14. Η Μητρόπολις Μεξικού.
15. Η Μητρόπολις Μπουένος Άιρες.
16. Η Μητρόπολις Κορέας.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχει, επίσης, άμεση δικαιοδοσία: α) στη νήσο Πάτμο (Πατριαρχική Εξαρχία – Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου), β) στη Σταυροπηγιακή μονή της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας στη Χαλκιδική και γ) στη Σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων στη Θεσσαλονίκη.
Η Διοίκηση των Μητροπόλεων των «Νέων Χωρών» στην Ήπειρο, Μακεδονία και Δυτική Θράκη ασκείται προσωρινά «επιτροπικώς» από την Εκκλησία της Ελλάδος, σύμφωνα με την Πατριαρχική και Συνοδική Πράξη της 4ης Σεπτεμβρίου 1928.
Σημειωτέον ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν έχει κοινό διοικητικό κέντρο (αντίθετα με την Αγία Έδρα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στη Ρώμη). Όλες οι Εκκλησίες θεωρούνται ίσης αξίας, φέρουσες μόνο “πρεσβεία λειτουργικής τιμής”. Η ενότητά της στηρίζεται στην "Κοινωνία Αγάπης" μεταξύ των Προκαθημένων και την αναγνώριση που λαμβάνουν, με "Ειρηνικές Επιστολές", από τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, βάσει της κανονικότητας της εκλογής τους από την Ιερά Σύνοδο της τοπικής Εκκλησίας που ανήκουν.
Τα ονόματα της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει χρησιμοποιήσει ή έχει αναφερθεί με τα εξής ονόματα:
Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία,
Ανατολική Εκκλησία,
Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία,
Αρχαία Εκκλησία,
Εκκλησία,
Εκκλησία του Χριστού,
Ορθόδοξη Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Kommentit